- μακροημέρευσις
- μακρο-ημέρευσις ἡ, langes Leben
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μακροημέρευσις — length of days fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροημερεύσει — μακροημέρευσις length of days fem nom/voc/acc dual (attic epic) μακροημερεύσεϊ , μακροημέρευσις length of days fem dat sg (epic) μακροημέρευσις length of days fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροημέρευσιν — μακροημέρευσις length of days fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροημέρευση — η (AM μακροημέρευσις) [μακροημερεύω] η παράταση τών ημερών τής ζωής, μακροβιότητα, μακροζωία («χαρὰν καὶ μακροημέρευσιν», ΠΔ) νεοελλ. η μεγάλη διάρκεια ενός γεγονότος … Dictionary of Greek
μακροημερεύσῃ — μακροημερεύσηι , μακροημέρευσις length of days fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)